Άπειρες φορές στον κινηματογράφο έχουμε δει πρωταγωνιστές με έντονη προσωπικότητα που με τα γέλια, τις παρορμητικές κινήσεις και τον αυθορμητισμό τους κλέβουν την προσοχή χωρίς καν να είναι αυτός ο στόχος τους. Τους θαυμάζουμε και γίνονται οι αγαπημένοι μας χαρακτήρες, μα ο θαυμασμός τελειώνει όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους και βρισκόμαστε πια στον ‘‘πραγματικό’’ κόσμο. Βγαίνουμε από την αίθουσα του κινηματογράφου και σχολιάζουμε το πόσο ξεχωριστός ήταν ο πρωταγωνιστής και τονίζουμε το πόσο λατρέψαμε το θάρρος, την επιμονή και το πείσμα του.
Στην καθημερινότητα μας δεν βλέπουμε τέτοιους ανθρώπους ή τουλάχιστον έτσι νομίζουμε. Όλοι ακολουθούν κάποιους «κανόνες» και κοιτάζουν να μη ξεπεράσουν τα «όρια». Όποιος το κάνει θεωρείται από ανώριμος έως τρελός, συχνά ακούει πως πρέπει να σοβαρευτεί γιατί ο κόσμος είναι σκληρός και απαιτητικός με αποτέλεσμα να μην υπάρχει χώρος και χρόνος για τις τρέλες του. Κάτι μας ξεφεύγει όμως με τους συγκεκριμένους ανθρώπους και τους κρίνουμε με πολύ άδικο τρόπο. Αν κάτσουμε και το σκεφτούμε λίγο καλύτερα οι τρελοί του κόσμου μας είναι οι συναρπαστικοί χαρακτήρες των ταινιών που τόσο αγαπάμε.
Στον αληθινό κόσμο είναι δύσκολο να είσαι αυθόρμητος γιατί συχνά ο κόσμος σε περνά για επιπόλαιο, μια κίνηση εκτός προγράμματος πιστεύουμε πως είναι λάθος. Στον κινηματογράφο αν παρατήσεις την δουλειά σου για να κυνηγήσεις το όνειρό σου είσαι τολμηρός και λόγο της αισιοδοξίας σου η τύχη είναι με το μέρος σου και τα καταφέρνεις, εάν το έκανες εσύ τι θα σου έλεγαν; Το πιθανότερο είναι να σε κοιτούσαν με γουρλωμένα μάτια και να σε πίεζαν να γυρίσεις στην δουλειά σου πριν να είναι αργά, όσο για το όνειρο σου θα σε γέμιζαν τύψεις και αμφιβολίες λέγοντας σου πως είναι ένα απωθημένο, ένα καπρίτσιο.
Άπειρες φορές θα έχεις ακούσει την φράση «τι θα πει ο κόσμος…» από μικρούς και μεγάλους και έτσι οι περισσότεροι προσπαθούν να έχουν μια συμπεριφορά αποδεκτή από τον περίγυρό τους. «Μη γελάς τόσο δυνατά μας βλέπει ο κόσμος», «Τι είναι αυτά που φόρεσες; Έξω θα βγεις, βάλε κάτι καλύτερο», «Γιατί πήρες από εκεί καφέ; Πλέον όλοι στην δίπλα καφετέρια πάνε» και πόσα ακόμα έχουμε ακούσει αλλά και έχουμε πει. Και κάπως έτσι περνούν οι μέρες και τα λόγια του κόσμου γίνονται τρόπος ζωής, βολευόμαστε και εμείς και νιώθουμε καλά που είμαστε ίδιοι με τους άλλους.
Σκέψου να ξυπνούσες μια μέρα και να μην σε ένοιαζε ο κόσμος, να έκανες αυτό που πραγματικά επιθυμούσες χωρίς να σκεφτείς αν θα το έκαναν οι άλλοι. Μα είναι δύσκολο να ξεφύγεις από τα κλισέ της κοινωνίας και να χαράξεις δική σου πορεία. Θέλει κότσια να είσαι τρελός, να λες την άποψη σου χωρίς φόβο επειδή είναι διαφορετική, να περνάς καλά και να το δείχνεις γελώντας δυνατά ενώ σε κοιτάζει ένα ολόκληρο μαγαζί, να παίρνεις μεγάλες αποφάσεις που θα σου αλλάξουν όλη τη ζωή. Θέλει δύναμη να ξεκολλήσεις από την μάζα και να ζήσεις την ζωή σου όπως θες.
Ξέρεις όμως κάτι; Η ζωή είναι μικρή για να ζεις σύμφωνα με τους άλλους και να μην κάνεις αυτά που θες εσύ. Η ελευθερία σου τελειώνει εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου, γιατί επιλέγεις να αφήνεις τις απόψεις των άλλων να εισβάλουν στον χώρο της προσωπικής σου ελευθερίας και να στον μειώνουν; Ρώτα τώρα τον εαυτό σου εάν η ‘‘τρέλα’’ που κουβαλάει εκδηλωθεί, θα βλάψει κάποιον; Εάν όχι ξεκίνα να ψάχνεις μέσα σου την δύναμη να κάνεις χώρο στη ζωή σου για τα θέλω και τα πιστεύω σου, τον αυθορμητισμό και οτιδήποτε οι άλλοι θα θεωρούσαν τρελό.
Ψάξε βρες δύναμη να έχεις περίσσεια στη ζωή σου γιατί θέλει δύναμη να συνεχίζεις να κάνεις ‘‘φασαρία’’ όταν σε κοιτάζουν στραβά, να επιμένεις στο ‘‘τρελό’’ σου όνειρο όταν οι άλλοι σου λένε πως δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί, να κυνηγάς πράγματα που θέλουν να σε πείσουν πως είναι αδύνατο να φτάσεις, να ακούς τον εαυτό σου όταν υπάρχει τόση βαβούρα γύρο σου με φωνές και λόγια αντίθετα από αυτά που όχι απλά πιστεύεις, αλλά νιώθεις. Θέλει τσαγανό να κάνεις πράγματα που κανείς δεν περιμένει και να τσαλακώνεσαι χωρίς να σε νοιάζει.
Και τέλος θέλει δύναμη να δεις πως όλοι είμαστε ίσοι και μας αξίζει να ζούμε μια όμορφη ζωή χωρίς να επιτρέπουμε να μας κάνουν κακό επειδή απλά έτυχε να είμαστε διαφορετικοί.
Γράφει η Άννα Πάντο